κολωώ

κολωώ
κολῳῶ, -άω, ιων. τ. -έω (Α)
μαλώνω φωνάζοντας, καβγαδιζω («θερσίτης δ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οτ. κολωῷ απαντά άπαξ στον Όμηρο στον τ. τού πρτ. ἐκολῴα. Πρόκειται για άλλο τ. τού κολοιῶ, που σχηματίστηκε με μετρική έκταση. Το -- τού τ. δημιουργεί δυσκολίες ως προς την ερμηνεία του. Κατά μια άποψη το μεν -ω προέκυψε με μετρ. έκταση από τον τ. ἐκολόα (< πρτ. τού κολοιῶ *ἐκολοία, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -ι-), το δε υπογεγραμμένο -ι- (--) οφείλεται σε επίδραση τού κολοιῶ. Κατ' άλλους, το μεν -- οφείλεται σε μετρική έκταση, ενώ ο τ. θεωρείται προϊόν συμφυρμού τών τ. *ἐκολόα και *ἐκολοία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολῳῶ — κολῳάω brawl pres imperat mp 2nd sg κολῳάω brawl pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κολῳάω brawl pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κολῳάω brawl pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολωός — κολῳός, ὁ (Α) διαμάχη, μάλωμα με φωνές («ἐν δὲ θεοῖσι κολῳὸν ἐλαύνετον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολῳώ / άω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”